δεδηλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δεδηλωμένος | η | δεδηλωμένη | το | δεδηλωμένο |
| γενική | του | δεδηλωμένου | της | δεδηλωμένης | του | δεδηλωμένου |
| αιτιατική | τον | δεδηλωμένο | τη | δεδηλωμένη | το | δεδηλωμένο |
| κλητική | δεδηλωμένε | δεδηλωμένη | δεδηλωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δεδηλωμένοι | οι | δεδηλωμένες | τα | δεδηλωμένα |
| γενική | των | δεδηλωμένων | των | δεδηλωμένων | των | δεδηλωμένων |
| αιτιατική | τους | δεδηλωμένους | τις | δεδηλωμένες | τα | δεδηλωμένα |
| κλητική | δεδηλωμένοι | δεδηλωμένες | δεδηλωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δεδηλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δηλοῦμαι
Μετοχή
δεδηλωμένος, δεδηλωμένη, δεδηλωμένο
- που έχει δηλωθεί ανοιχτά, που έχει εκφραστεί με σαφήνεια
- Είναι δεδηλωμένος αριστερός, αποκλείεται να ψηφίσει δεξιά
- Είναι δεδηλωμένοι εχθροί
Εκφράσεις
- Η αρχή της δεδηλωμένης ή η αρχή της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης (δείτε την ουσιαστικοποιημένη μετοχή δεδηλωμένη)
- Αν η κυβέρνηση χάσει τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη (απόλυτη πλειοψηφία) της Βουλής, τότε ο ΠτΔ παρέχει στον αρχηγό που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής κατά το αρθ. 37 § 2 εδ. β΄ Σ.
Συγγενικά
- δεδηλωμένα επίρρημα
- δηλώνω
- δηλόω-δηλῶ (αρχαία ελληνική)
- δήλωση
- δηλωτέος
- δηλωμένος
- δηλωθείς (καθαρεύουσα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.