δανειζόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δανειζόμενος | η | δανειζόμενη | το | δανειζόμενο |
| γενική | του | δανειζόμενου | της | δανειζόμενης | του | δανειζόμενου |
| αιτιατική | τον | δανειζόμενο | τη | δανειζόμενη | το | δανειζόμενο |
| κλητική | δανειζόμενε | δανειζόμενη | δανειζόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δανειζόμενοι | οι | δανειζόμενες | τα | δανειζόμενα |
| γενική | των | δανειζόμενων | των | δανειζόμενων | των | δανειζόμενων |
| αιτιατική | τους | δανειζόμενους | τις | δανειζόμενες | τα | δανειζόμενα |
| κλητική | δανειζόμενοι | δανειζόμενες | δανειζόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δανειζόμενος < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δανείζω
Μετοχή
δανειζόμενος, -η, -ο
- που δανείζεται χρήματα η αντικείμενα, κυρίως όμως το πρώτο, εκείνος που παίρνει δάνειο
- που γίνεται αντικείμενο δανεισμού, που δανείζεται, το δανεικό
- ↪ το δανειζόμενο ποσό ορίζεται ανάλογα και με το μισθό του δανειολήπτη
Συνώνυμα
- δανειολήπτης για το πρόσωπο που δέχεται να λάβει δάνειο
- δάνειο για το ποσό, για τα δανεικά
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.