δίφυλλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δίφυλλος | η | δίφυλλη | το | δίφυλλο |
| γενική | του | δίφυλλου | της | δίφυλλης | του | δίφυλλου |
| αιτιατική | τον | δίφυλλο | τη | δίφυλλη | το | δίφυλλο |
| κλητική | δίφυλλε | δίφυλλη | δίφυλλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δίφυλλοι | οι | δίφυλλες | τα | δίφυλλα |
| γενική | των | δίφυλλων | των | δίφυλλων | των | δίφυλλων |
| αιτιατική | τους | δίφυλλους | τις | δίφυλλες | τα | δίφυλλα |
| κλητική | δίφυλλοι | δίφυλλες | δίφυλλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία el
- δίφυλλος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δίφυλλος[1] Συγχρονικά αναλύεται σε (δις) δί- + -φυλλος
Μεταφράσεις
δίφυλλος
|
|
Αναφορές
- δίφυλλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | δίφυλλος | τὸ | δίφυλλον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | διφύλλου | τοῦ | διφύλλου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | διφύλλῳ | τῷ | διφύλλῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | δίφυλλον | τὸ | δίφυλλον | ||
| κλητική ὦ! | δίφυλλε | δίφυλλον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | δίφυλλοι | τὰ | δίφυλλα | ||
| γενική | τῶν | διφύλλων | τῶν | διφύλλων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | διφύλλοις | τοῖς | διφύλλοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | διφύλλους | τὰ | δίφυλλα | ||
| κλητική ὦ! | δίφυλλοι | δίφυλλα | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία el
- δίφυλλος < (αρχαία ελληνική δίς) δί- + -φυλλος (φύλλον)
Επίθετο
δίφυλλος, -ος, -ον
- (βοτανική) που έχει δύο φύλλα (για φυτό)
- ※ 6ος αιώνας κε ⌘ Κοσμᾶς Ἰνδικοπλεύστης περίπου 550, Χριστιανική Τοπογραφία Cosm.Ind.Top.11.10.
- ↪ ἕκαστος βότρυς δίφυλλον ἔχει σκέπον
Πηγές
- δίφυλλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.