-φυλλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -φυλλος η -φυλλη το -φυλλο
      γενική του -φυλλου της -φυλλης του -φυλλου
    αιτιατική τον -φυλλο τη(ν) -φυλλη το -φυλλο
     κλητική -φυλλε -φυλλη -φυλλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -φυλλοι οι -φυλλες τα -φυλλα
      γενική των -φυλλων των -φυλλων των -φυλλων
    αιτιατική τους -φυλλους τις -φυλλες τα -φυλλα
     κλητική -φυλλοι -φυλλες -φυλλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-φυλλος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -φυλλος και (λόγιο δάνειο) διεθνής ορολογία -phylum[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /fiˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -φυλλος

Επίθημα

-φυλλος, -η, -ο

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φυλλος στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -φυλλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.