δίστιχο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δίστιχο | τα | δίστιχα |
| γενική | του | δίστιχου & διστίχου |
των | δίστιχων & διστίχων |
| αιτιατική | το | δίστιχο | τα | δίστιχα |
| κλητική | δίστιχο | δίστιχα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði.sti.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐στι‐χο
- ομόηχα: δύστυχο, δίστοιχο
- τονικό παρώνυμο: δυστυχώ
Ουσιαστικό
δίστιχο ουδέτερο
- (λογοτεχνία)
- δύο συνεχόμενοι στίχοι ενός ποιήματος
- στροφή ενός ποιήματος αποτελούμενη από δύο στίχους
- στιχούργημα από δύο στίχους
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.