μαντινάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαντινάδα οι μαντινάδες
      γενική της μαντινάδας των μαντινάδων
    αιτιατική τη μαντινάδα τις μαντινάδες
     κλητική μαντινάδα μαντινάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαντινάδα < (άμεσο δάνειο) βενετική matinada < ιταλική mattinata + -ada < mattina < λατινική (hora) matutina, θηλυκό του matutinus < Mutata (θεά της αυγής) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *meh₂- (ωριμάζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /man.diˈna.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαντινάδα

Ουσιαστικό

μαντινάδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.