στιχούργημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στιχούργημα τα στιχουργήματα
      γενική του στιχουργήματος των στιχουργημάτων
    αιτιατική το στιχούργημα τα στιχουργήματα
     κλητική στιχούργημα στιχουργήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στιχούργημα < μεσαιωνική ελληνική στιχούργημα < στιχουργός

Ουσιαστικό

στιχούργημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.