δίκωπος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δίκωπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίκωπος < (δίς) δί- + κώπ(η) + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði.ko.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δίκωπος
ομόηχο: δίκωπος

Επίθετο

λείπει η κλίση
δίκωπος, -ος, ο

Επίθετο

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δίκωπος οι δίκωποι
      γενική της δικώπου των δικώπων
    αιτιατική τη δίκωπο τις δικώπους
     κλητική δίκωπε δίκωποι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

δίκωπος θηλυκό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δίκωπος τὸ δίκωπον
      γενική τοῦ/τῆς δικώπου τοῦ δικώπου
      δοτική τῷ/τῇ δικώπ τῷ δικώπ
    αιτιατική τὸν/τὴν δίκωπον τὸ δίκωπον
     κλητική ! δίκωπε δίκωπον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δίκωποι τὰ δίκωπ
      γενική τῶν δικώπων τῶν δικώπων
      δοτική τοῖς/ταῖς δικώποις τοῖς δικώποις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δικώπους τὰ δίκωπ
     κλητική ! δίκωποι δίκωπ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δικώπω τὼ δικώπω
      γεν-δοτ τοῖν δικώποιν τοῖν δικώποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δίκωπος < (δίς) δί- + κώπ(η) + -ος

Επίθετο

δίκωπος, -ος, ον

  • (ναυπηγική) σκάφος που έχει δύο κουπιά

Συγγενικά

  • δικωπία
  • κωπίον

 και δείτε τις λέξεις δίς και κώπη

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.