οικοκυρά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικοκυρά οι οικοκυρές
      γενική της οικοκυράς των οικοκυρών
    αιτιατική την οικοκυρά τις οικοκυρές
     κλητική οικοκυρά οικοκυρές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οικοκυρά < μεσαιωνική ελληνική οἰκοκυρά < αρχαία ελληνική οἶκος + κύριος

Ουσιαστικό

οικοκυρά θηλυκό

  • άλλη μορφή του νοικοκυρά
    Τάχα δὲν ἦτον οἰκοκυρὰ κι αὐτὴ στὸ σπίτι της καὶ στὴν αὐλήν της; Τάχα δὲν ἦτο κι αὐτή, ἕναν καιρόν, νέα μὲ ἀνατροφήν; Εἶχε μάθει γράμματα εἰς τὰ σχολεῖα. Εἶχε πάρει τὸ δίπλωμά της ἀπὸ τὸ Ἀρσάκειον. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Χωρίς στεφάνι)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.