κινηματογράφηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κινηματογράφηση | οι | κινηματογραφήσεις |
| γενική | της | κινηματογράφησης* | των | κινηματογραφήσεων |
| αιτιατική | την | κινηματογράφηση | τις | κινηματογραφήσεις |
| κλητική | κινηματογράφηση | κινηματογραφήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κινηματογραφήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κινηματογράφηση < κινηματογραφώ + ση
Συνώνυμα
- (γύρισμα)
- (βιντεοσκόπηση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.