τριγύρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τριγύρισμα τα τριγυρίσματα
      γενική του τριγυρίσματος των τριγυρισμάτων
    αιτιατική το τριγύρισμα τα τριγυρίσματα
     κλητική τριγύρισμα τριγυρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τριγύρισμα < μεσαιωνική ελληνική τριγύρισμα < τριγυρίζω

Ουσιαστικό

τριγύρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.