γόπα

Νέα ελληνικά (el)

γόπες (Boops boops) σε ιχθυοπωλείο
γόπες από τσιγάρα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γόπα οι γόπες
      γενική της γόπας
    αιτιατική τη γόπα τις γόπες
     κλητική γόπα γόπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γόπα < *βῶπα (αμαρτύρητο) < ελληνιστική βώξ < αρχαία ελληνική βόαξ

Ουσιαστικό

γόπα θηλυκό

  1. (ψάρι) είδος μικρού ψαριού (Βόωψ ο βόωψ, Boops boops) της οικογένειας των Σπαριδών, γκριζογάλαζο και ασημί, που συναντάται συχνά στα ανατολικά ύδατα του Ατλαντικού Ωκεανού, στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα
  2. αυτό που μένει από το τσιγάρο αφού κάποιος το έχει καπνίσει
      Εικοσιδύο γόπες μέτρησε στο σταχτοδοχείο. (Μένης Κουμανταρέας, Το λουτρό)
     συνώνυμα: αποτσίγαρο

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • βασιλική / αυτοκρατορική γόπα: μεγάλο αποτσίγαρο, αποτσίγαρο στο οποίο δεν έχει καπνιστεί μεγάλο μέρος του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.