γόπα
Νέα ελληνικά (el)

γόπες (Boops boops) σε ιχθυοπωλείο

γόπες από τσιγάρα
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γόπα | οι | γόπες |
| γενική | της | γόπας | — | |
| αιτιατική | τη | γόπα | τις | γόπες |
| κλητική | γόπα | γόπες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γόπα < *βῶπα (αμαρτύρητο) < ελληνιστική βώξ < αρχαία ελληνική βόαξ
Ουσιαστικό
γόπα θηλυκό
- (ψάρι) είδος μικρού ψαριού (Βόωψ ο βόωψ, Boops boops) της οικογένειας των Σπαριδών, γκριζογάλαζο και ασημί, που συναντάται συχνά στα ανατολικά ύδατα του Ατλαντικού Ωκεανού, στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα
- αυτό που μένει από το τσιγάρο αφού κάποιος το έχει καπνίσει
- ※ Εικοσιδύο γόπες μέτρησε στο σταχτοδοχείο. (Μένης Κουμανταρέας, Το λουτρό)
- ≈ συνώνυμα: αποτσίγαρο
- γώπα (για το ψάρι) (σπάνιο, παρωχημένο)
Συγγενικά
Εκφράσεις
- βασιλική / αυτοκρατορική γόπα: μεγάλο αποτσίγαρο, αποτσίγαρο στο οποίο δεν έχει καπνιστεί μεγάλο μέρος του
-
γόπα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.