αποτσίγαρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποτσίγαρο τα αποτσίγαρα
      γενική του αποτσίγαρου των αποτσίγαρων
    αιτιατική το αποτσίγαρο τα αποτσίγαρα
     κλητική αποτσίγαρο αποτσίγαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποτσίγαρο < από την πρόθεση από και το ουσιαστικό τσιγάρο

Ουσιαστικό

αποτσίγαρο ουδέτερο

  • αυτό που μένει από το τσιγάρο αφού κάποιος το έχει καπνίσει

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.