γώπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γώπα | οι | γώπες |
| γενική | της | γώπας | — | |
| αιτιατική | τη | γώπα | τις | γώπες |
| κλητική | γώπα | γώπες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γώπα < *βῶπα (αμαρτύρητο) < ελληνιστική βώξ < αρχαία ελληνική βόαξ
Ουσιαστικό
γώπα θηλυκό
- (σπάνιο, παρωχημένο) είδος ψαριού → δείτε τη λέξη γόπα
- ※ ο Βόοπς έγινε Γώπα, ο Ξιφίας έγινε Ξιφιός, η Παλαμίς Παλαμίδα, ο Μόρμυρος Μουρμούρα, η Μαίνα Μένουλα, ο Μελάνουρος Μελανούρι, ο Ερυθρίνος Λυθρίνι, ο Λάβρας Λαβράκι, ο Χάραξ Χαρακίδας, ο Κάνθαρος Σκαθάρι, ο Πάγρος Φαγγρί (Η ΦΥΣΗ, περιοδικό της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας της Φύσεως, 1990, σελ. 31)
- ※ Η γώπα λαμβάνει την οριστικής μορφής της εις το μήκος των 3,5 εκ. Δύναται δε να φθάση μέχρι μήκους 35,5 εκ. Η γώπα είναι κατάλληλος πρός αναπαραγωγής από μεγέθους 13,5 εκ. και άνω (Πρακτικά του Ελληνικού Υδρολογικού Ινστιτούτου, Ελληνικόν Υδρολογικόν Ινστιτούτον, 1947, σελ. 69)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.