κλίνω το γόνυ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κλίνω το γόνυ < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση

κλίνω το γόνυ

  1. γονατίζω σε ένδειξη τιμής
  2. (μεταφορικά) σέβομαι, εκφράζω σεβασμό
    (και ειρωνικά)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.