κόρνερ
Νέα ελληνικά (el)

εκτέλεση κόρνερ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkoɾ.neɾ/
Ουσιαστικό
κόρνερ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) λάθος ενός ποδοσφαιριστή που στέλνει ακούσια ή εκούσια τη μπάλα πίσω από τη γραμμή του τέρματος της δικής του περιοχής
- ο αμυντικός έβγαλε τη μπάλα κόρνερ
- (αθλητισμός) λάκτισμα που αποδίδεται στην αντίπαλη ομάδα ως συνέπεια αυτού του λάθους και εκτελείται από τη γωνία του γηπέδου
- ο ποδοσφαιριστής εκτέλεσε το κόρνερ
-
κόρνερ στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.