γυναικοπρεπής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γυναικοπρεπής η γυναικοπρεπής το γυναικοπρεπές
      γενική του γυναικοπρεπούς* της γυναικοπρεπούς του γυναικοπρεπούς
    αιτιατική τον γυναικοπρεπή τη γυναικοπρεπή το γυναικοπρεπές
     κλητική γυναικοπρεπή(ς) γυναικοπρεπής γυναικοπρεπές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γυναικοπρεπείς οι γυναικοπρεπείς τα γυναικοπρεπή
      γενική των γυναικοπρεπών των γυναικοπρεπών των γυναικοπρεπών
    αιτιατική τους γυναικοπρεπείς τις γυναικοπρεπείς τα γυναικοπρεπή
     κλητική γυναικοπρεπείς γυναικοπρεπείς γυναικοπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γυναικοπρεπής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γυναικοπρεπής < αρχαία ελληνική γυνή + πρέπω. Συγχρονικά αναλύεται σε γυναικο- + -πρεπής

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝi.ne.ko.pɾeˈpis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυναικοπρεπής

Επίθετο

γυναικοπρεπής, -ής, -ές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.