αρρενοπρεπής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρρενοπρεπής η αρρενοπρεπής το αρρενοπρεπές
      γενική του αρρενοπρεπούς* της αρρενοπρεπούς του αρρενοπρεπούς
    αιτιατική τον αρρενοπρεπή την αρρενοπρεπή το αρρενοπρεπές
     κλητική αρρενοπρεπή(ς) αρρενοπρεπής αρρενοπρεπές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρρενοπρεπείς οι αρρενοπρεπείς τα αρρενοπρεπή
      γενική των αρρενοπρεπών των αρρενοπρεπών των αρρενοπρεπών
    αιτιατική τους αρρενοπρεπείς τις αρρενοπρεπείς τα αρρενοπρεπή
     κλητική αρρενοπρεπείς αρρενοπρεπείς αρρενοπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρρενοπρεπής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

αρρενοπρεπής

  1. που ταιριάζει σε άνδρα, ανδρικός, παλικαρίσιος
  2. αυτός με έντονα ανδρικά χαρακτηριστικά, ο ανδροπρεπής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.