γυναικοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γυναικοκρατία | οι | γυναικοκρατίες |
| γενική | της | γυναικοκρατίας | — | |
| αιτιατική | τη | γυναικοκρατία | τις | γυναικοκρατίες |
| κλητική | γυναικοκρατία | γυναικοκρατίες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γυναικοκρατία < αρχαία ελληνική γυναικοκρατία < γυνή + -κρατία < γυνή + κρατέω/κρατῶ ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) gynecocracy)
Ουσιαστικό
γυναικοκρατία θηλυκό
- επικράτηση των γυναικών (κυρίως σε αριθμητική βάση) σε κάποιο χώρο ή τομέα
- έθιμο που υπάρχει ακόμα σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας (π.χ. στις Σάπες του Νομού Ροδόπης και στη Μονοκκλησιά του Νομού Σερρών στις 8 Ιανουαρίου), κατά το οποίο οι γυναίκες και οι άνδρες αλλάζουν ρόλους για μια ημέρα
Μεταφράσεις
γυναικοκρατία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.