γυμνωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γυμνωμένος | η | γυμνωμένη | το | γυμνωμένο |
| γενική | του | γυμνωμένου | της | γυμνωμένης | του | γυμνωμένου |
| αιτιατική | τον | γυμνωμένο | τη | γυμνωμένη | το | γυμνωμένο |
| κλητική | γυμνωμένε | γυμνωμένη | γυμνωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γυμνωμένοι | οι | γυμνωμένες | τα | γυμνωμένα |
| γενική | των | γυμνωμένων | των | γυμνωμένων | των | γυμνωμένων |
| αιτιατική | τους | γυμνωμένους | τις | γυμνωμένες | τα | γυμνωμένα |
| κλητική | γυμνωμένοι | γυμνωμένες | γυμνωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γυμνωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γυμνώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.