γυμνωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γυμνωμένος η γυμνωμένη το γυμνωμένο
      γενική του γυμνωμένου της γυμνωμένης του γυμνωμένου
    αιτιατική τον γυμνωμένο τη γυμνωμένη το γυμνωμένο
     κλητική γυμνωμένε γυμνωμένη γυμνωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γυμνωμένοι οι γυμνωμένες τα γυμνωμένα
      γενική των γυμνωμένων των γυμνωμένων των γυμνωμένων
    αιτιατική τους γυμνωμένους τις γυμνωμένες τα γυμνωμένα
     κλητική γυμνωμένοι γυμνωμένες γυμνωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γυμνωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γυμνώνω

Μετοχή

γυμνωμένος, -η, -ο

  1. που έχει χάσει το εξωτερικό του περίβλημα
  2. που έχει βγάλει τα ρούχα του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.