γυμνώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γυμνώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

γυμνώνω

  1. βγάζω όλα τα ρούχα από κάποιον, τον γδύνω εντελώς
  2. αφαιρώ το προστατευτικό περίβλημα από κάτι
    αφού γυμνώσεις στην άκρη τα καλώδια, ένωσε το κόκκινο με το μπλε

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.