γρύλισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γρύλισμα | τα | γρυλίσματα |
| γενική | του | γρυλίσματος | των | γρυλισμάτων |
| αιτιατική | το | γρύλισμα | τα | γρυλίσματα |
| κλητική | γρύλισμα | γρυλίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γρύλισμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γρυλίζω
- η φωνή που βγάζει ένα γουρούνι
- παρόμοια απειλητική και υπόκωφη φωνή άλλου ζώου ή (μεταφορικά) ανθρώπου
Μεταφράσεις
γρύλισμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.