γρυ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γρυ < αρχαία ελληνική γρῦ < (ηχομιμητική λέξη)· συνδέεται ηχομιμητικά με τη φωνή του γουρουνιού

Ουσιαστικό

γρυ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.