γρῦλος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γρῦλος οἱ γρῦλοι
      γενική τοῦ γρύλου τῶν γρύλων
      δοτική τῷ γρύλ τοῖς γρύλοις
    αιτιατική τὸν γρῦλον τοὺς γρύλους
     κλητική ! γρῦλε γρῦλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γρύλω
γεν-δοτ τοῖν  γρύλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γρῦλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γρῦλος αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) γουρούνι
  2. (ιχθυολογία) χέλι
  3. είδος αιγυπτιακού χορού

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.