γούρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γούρι | τα | γούρια |
| γενική | του | γουριού | των | γουριών |
| αιτιατική | το | γούρι | τα | γούρια |
| κλητική | γούρι | γούρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. η γενική είναι δύσχρηστη | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γούρι < τουρκική uğur + -ι < παλαιά τουρκικά oğur / uğur < πρωτοτουρκική
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣu.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γού‐ρι
Ουσιαστικό
γούρι ουδέτερο
- η καλή τύχη
- (συνεκδοχικά) αντικείμενο που (υποτίθεται ότι) φέρνει καλή τύχη
Συνώνυμα
Συγγενικά
- γουρλής
- γουρλίδικος
- γουρλού
- → δείτε τη λέξη γρουσούζης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.