δοξασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δοξασία | οι | δοξασίες |
| γενική | της | δοξασίας | των | δοξασιών |
| αιτιατική | τη | δοξασία | τις | δοξασίες |
| κλητική | δοξασία | δοξασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δοξασία < (ελληνιστική κοινή) δοξασία < αρχαία ελληνική δοξάζω < δόξα
Ουσιαστικό
δοξασία θηλυκό
- αντίληψη ή πεποίθηση που δεν βασίζεται σε αποδείξεις ούτε έχει επιστημονική τεκμηρίωση και πολλές φορές ανάγεται σε παλαιές λαϊκές αντιλήψεις
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δόξα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.