σιβυλλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σιβυλλικός | η | σιβυλλική | το | σιβυλλικό |
| γενική | του | σιβυλλικού | της | σιβυλλικής | του | σιβυλλικού |
| αιτιατική | τον | σιβυλλικό | τη | σιβυλλική | το | σιβυλλικό |
| κλητική | σιβυλλικέ | σιβυλλική | σιβυλλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σιβυλλικοί | οι | σιβυλλικές | τα | σιβυλλικά |
| γενική | των | σιβυλλικών | των | σιβυλλικών | των | σιβυλλικών |
| αιτιατική | τους | σιβυλλικούς | τις | σιβυλλικές | τα | σιβυλλικά |
| κλητική | σιβυλλικοί | σιβυλλικές | σιβυλλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σιβυλλικός < Σίβυλλα
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1882
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.