γράσο

Νέα ελληνικά (el)

γράσο (1)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γράσο τα γράσα
      γενική του γράσου των γράσων
    αιτιατική το γράσο τα γράσα
     κλητική γράσο γράσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γράσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική grasso < δημώδης λατινική *grassus < λατινική crassus < παλαιά λατινικά *cartsus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kert-: υφαίνω

Ουσιαστικό

γράσο ουδέτερο

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.