γρασαδόρος
Νέα ελληνικά (el)

γρασαδόρος (1)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γρασαδόρος | οι | γρασαδόροι |
| γενική | του | γρασαδόρου | των | γρασαδόρων |
| αιτιατική | τον | γρασαδόρο | τους | γρασαδόρους |
| κλητική | γρασαδόρε | γρασαδόροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γρασαδόρος αρσενικό
- εργαλείο που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση γράσου σε μηχανές
- (κατ’ επέκταση) ο μηχανισμός που βρίσκεται σε μια μηχανή και γρασάρει αυτόματα τα σημεία της μηχανής
- (κατ’ επέκταση) το εξάρτημα που βρίσκεται στην άκρη του μηχανισμού (2) στο οποίο τοποθετείται ο γρασαδόρος (1) για να προστεθεί γράσο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
γρασαδόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.