γρασοβαλβολίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γρασοβαλβολίνη οι γρασοβαλβολίνες
      γενική της γρασοβαλβολίνης των γρασοβαλβολινών
    αιτιατική τη γρασοβαλβολίνη τις γρασοβαλβολίνες
     κλητική γρασοβαλβολίνη γρασοβαλβολίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γρασοβαλβολίνη < γράσο + βαλβολίνη

Ουσιαστικό

γρασοβαλβολίνη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.