γρασάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γρασάρισμα τα γρασαρίσματα
      γενική του γρασαρίσματος των γρασαρισμάτων
    αιτιατική το γρασάρισμα τα γρασαρίσματα
     κλητική γρασάρισμα γρασαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γρασάρισμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γρασάρισμα ουδέτερο

  • η ενέργεια του γρασάρω, η λίπανση με γράσο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.