γουρλωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γουρλωμένος η γουρλωμένη το γουρλωμένο
      γενική του γουρλωμένου της γουρλωμένης του γουρλωμένου
    αιτιατική τον γουρλωμένο τη γουρλωμένη το γουρλωμένο
     κλητική γουρλωμένε γουρλωμένη γουρλωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γουρλωμένοι οι γουρλωμένες τα γουρλωμένα
      γενική των γουρλωμένων των γουρλωμένων των γουρλωμένων
    αιτιατική τους γουρλωμένους τις γουρλωμένες τα γουρλωμένα
     κλητική γουρλωμένοι γουρλωμένες γουρλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γουρλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γουρλώνω

Μετοχή

γουρλωμένος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.