ορθάνοιχτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορθάνοιχτος η ορθάνοιχτη το ορθάνοιχτο
      γενική του ορθάνοιχτου της ορθάνοιχτης του ορθάνοιχτου
    αιτιατική τον ορθάνοιχτο την ορθάνοιχτη το ορθάνοιχτο
     κλητική ορθάνοιχτε ορθάνοιχτη ορθάνοιχτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορθάνοιχτοι οι ορθάνοιχτες τα ορθάνοιχτα
      γενική των ορθάνοιχτων των ορθάνοιχτων των ορθάνοιχτων
    αιτιατική τους ορθάνοιχτους τις ορθάνοιχτες τα ορθάνοιχτα
     κλητική ορθάνοιχτοι ορθάνοιχτες ορθάνοιχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ορθάνοιχτος < ορθ(ός) + ανοιχτός

Προφορά

ΔΦΑ : /oɾˈθa.ni.xtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορθάνοιχτος

Επίθετο

ορθάνοιχτος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.