γουνοποιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | γουνοποιός | οι | γουνοποιοί |
| γενική | του/της | γουνοποιού | των | γουνοποιών |
| αιτιατική | τον/τη | γουνοποιό | τους/τις | γουνοποιούς |
| κλητική | γουνοποιέ | γουνοποιοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣu.no.piˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γου‐νο‐ποι‐ός
Ουσιαστικό
γουνοποιός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που κατασκευάζει, επιδιορθώνει ή μεταποιεί γούνινα ενδύματα ή είδη
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.