γούνινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γούνινος η γούνινη το γούνινο
      γενική του γούνινου της γούνινης του γούνινου
    αιτιατική τον γούνινο τη γούνινη το γούνινο
     κλητική γούνινε γούνινη γούνινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γούνινοι οι γούνινες τα γούνινα
      γενική των γούνινων των γούνινων των γούνινων
    αιτιατική τους γούνινους τις γούνινες τα γούνινα
     κλητική γούνινοι γούνινες γούνινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γούνινος < γούνα + -ινος

Επίθετο

γούνινος, -η, -ο

  1. ο κατασκευασμένος από γούνα
  2. αυτός που φέρει γούνα, ή επενδύεται με γούνα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.