γουναράς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γουναράς | οι | γουναράδες |
| γενική | του | γουναρά | των | γουναράδων |
| αιτιατική | τον | γουναρά | τους | γουναράδες |
| κλητική | γουναρά | γουναράδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γουναράς < μεσαιωνική ελληνική γουναράς[1] / γουνάριος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣu.naˈɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γου‐να‐ράς
Ουσιαστικό
γουναράς αρσενικό
- (επάγγελμα) (σήμερα) αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει γούνες
- (παλαιότερα) ο τεχνίτης επεξεργασίας και ραφής γουναρικών, σε αντίθεση με τον έμπορο γουναρικών που καλούταν γουνάριος ή γουναραίος
Μεταφράσεις
γουναράς
|
- γουναράς - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.