γουλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γουλιά | οι | γουλιές |
| γενική | της | γουλιάς | των | γουλιών |
| αιτιατική | τη | γουλιά | τις | γουλιές |
| κλητική | γουλιά | γουλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γουλιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γουλιά < γούλ(α) + -ιά < λατινική gula (λαιμός) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣuˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γου‐λιά
Εκφράσεις
- γουλιά γουλιά: πίνοντας κάτι με αργό ρυθμό
Παράγωγα
- γουλίτσα (υποκοριστικό)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γούλα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.