gula

Ινδονησιακά (id)

Ουσιαστικό

gula (id)



Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

gula (la) θηλυκό

  1. (ανατομία) φάρυγγας, λαιμός
  2. η όρεξη, λαιμαργία

Παράγωγα

Απόγονοι

gula (λατινικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: γούλα
νέα ελληνικά: γούλα

Πηγές



Μαλαϊκά (ms)

Ουσιαστικό

gula (ms)



Σουνδανικά (su)

Ουσιαστικό

gula (su)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.