γοργόνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γοργόνα οι γοργόνες
      γενική της γοργόνας
    αιτιατική τη γοργόνα τις γοργόνες
     κλητική γοργόνα γοργόνες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γοργόνα < αρχαία ελληνική Γοργώ (: τέρας της ελληνικής μυθολογίας) Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣoɾˈɣo.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γοργόνα
"Μια γοργόνα", του John William Waterhouse

Ουσιαστικό

γοργόνα θηλυκό

  1. (λαογραφία) μυθικό πλάσμα της θάλασσας, το οποίο έχει μορφή γυναίκας (με κορμό, χέρια και κεφάλι, από τη μέση και πάνω) και ψαριού (με λέπια και ουρά, από τη μέση και κάτω)
      Αλλ' αν αφ' ενός μηδεμίαν προς τους περί Γοργόνων μύθους φαίνονται έχουσαι σχέσιν αι παραδόσεις του καθ' ημάς λαού, αφ' ετέρου όμως διετήρησαν πλείστους χαρακτήρας των αρχαίων περί Σειρήνων. (Πολίτης, Νικόλαος Ο περί των Γοργόνων μύθος, 1878, σελ. 4)
  2. (συνεκδοχικά) ακρόπρωρο ιστιοφόρου με την παραπάνω μορφή, που θεωρούνταν ότι προστάτευε το πλοίο από τις συμφορές
  3. (αργκό) ηθική όμορφη κοπέλα χωρίς δεσμό, ή νεαρή κυρία
    γοργόνα μου εσύ! (πειρακτικό)
    γοργόνες και μάγκες (τίτλος ελληνικής κινηματογραφικής ταινίας)
     συνώνυμα: τρυγόνα, περιστέρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.