Γοργώ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Γοργώ
      γενική της Γοργώς
& Γοργούς
    αιτιατική τη Γοργώ
     κλητική Γοργώ
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη.
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Γοργώ < αρχαία ελληνική Γοργώ και Γοργών

Κύριο όνομα

Γοργώ θηλυκό

  1. (ιστορία) βασίλισσα της Σπάρτης, σύζυγος του Λεωνίδα των Θερμοπυλών
  2. (λογοτεχνία) ποιήτρια από τη Μυτιλήνη, σύγχρονη της Σαπφούς
  3. (ελληνική μυθολογία) όνομα ταυτισμένο με τη Μέδουσα το οποίο όμως πιθανόν αποτελούσε και γενικό χαρακτηρισμό των τριών θυγατέρων του Φόρκυος, δηλαδή των τριών Γοργόνων (Σθενώ, Ευρυάλη και Μέδουσα)

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Γοργώ
      γενική τῆς Γοργοῦς
      δοτική τῇ Γοργοῖ
    αιτιατική τὴν Γοργώ
     κλητική ! Γοργοῖ
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η Γοργώ (580 π.Χ.) στο αρχαιολογικό μουσείο της Κέρκυρας

Ετυμολογία

Γοργώ < γοργός (ο άγριος και φοβερός)

Κύριο όνομα

Γοργώ θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) η Μέδουσα, μία από τις τρεις Γοργόνες

  • Γοργών, -όνος

Συγγενικά

  • γοργών και γοργόνα (ελληνική)
  • γοργός (βλοσυρός, τρομερός)
  • γοργόομαι
  • Γόργειος, Γοργεία, Γόργειον
  • Γοργόνειος
  • το Γοργόνειονκεφαλή της Μέδουσας)
  • Γοργόνωτος ασπίδα (+ το νῶτον) : η ασπίδα που έφερε το σύμβολο της Γοργόνας
  • γοργωπός,ός, όν (+ ὤψ) και γοργώψ, θηλυκό γοργῶπις: αυτός που έχει αγριωπό βλέμμα
  • γοργίδες και γοργάδες (νύμφες της θάλασσας)

Σύνθετα

  • Γοργολόφας (+ λόφος) : που έχει στην περικεφαλαία Γοργόνειο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.