ακρόπρωρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ακρόπρωρο | τα | ακρόπρωρα |
| γενική | του | ακρόπρωρου | των | ακρόπρωρων |
| αιτιατική | το | ακρόπρωρο | τα | ακρόπρωρα |
| κλητική | ακρόπρωρο | ακρόπρωρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ακρόπρωρο ουδέτερο
-
ακρόπρωρο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ακρόπρωρο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.