ακρόπρωρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακρόπρωρο τα ακρόπρωρα
      γενική του ακρόπρωρου των ακρόπρωρων
    αιτιατική το ακρόπρωρο τα ακρόπρωρα
     κλητική ακρόπρωρο ακρόπρωρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακρόπρωρο < άκρο + πρώρα

Ουσιαστικό

ακρόπρωρο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.