φτεροπόδαρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φτεροπόδαρος η φτεροπόδαρη το φτεροπόδαρο
      γενική του φτεροπόδαρου της φτεροπόδαρης του φτεροπόδαρου
    αιτιατική τον φτεροπόδαρο τη φτεροπόδαρη το φτεροπόδαρο
     κλητική φτεροπόδαρε φτεροπόδαρη φτεροπόδαρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φτεροπόδαροι οι φτεροπόδαρες τα φτεροπόδαρα
      γενική των φτεροπόδαρων των φτεροπόδαρων των φτεροπόδαρων
    αιτιατική τους φτεροπόδαρους τις φτεροπόδαρες τα φτεροπόδαρα
     κλητική φτεροπόδαροι φτεροπόδαρες φτεροπόδαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φτεροπόδαρος < φτερ(ό) + -ο- + -πόδαρος ή λόγιο διαχρονικό δάνειο από την ελληνιστική κοινή πτερόπους [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /fte.ɾoˈpo.ða.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτεροπόδαρος

Επίθετο

φτεροπόδαρος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • φτεροπόδης - φτεροπόδα [2]

 και δείτε τις λέξεις φτερό και πόδι

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. φτεροπόδαρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. φτεροποδ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.