γλυμμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλυμμένος η γλυμμένη το γλυμμένο
      γενική του γλυμμένου της γλυμμένης του γλυμμένου
    αιτιατική τον γλυμμένο τη γλυμμένη το γλυμμένο
     κλητική γλυμμένε γλυμμένη γλυμμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλυμμένοι οι γλυμμένες τα γλυμμένα
      γενική των γλυμμένων των γλυμμένων των γλυμμένων
    αιτιατική τους γλυμμένους τις γλυμμένες τα γλυμμένα
     κλητική γλυμμένοι γλυμμένες γλυμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γλυμμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γλύφω

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣliˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλυμμένος
ομόηχο: γλειμμένος

Μετοχή

γλυμμένος

  • (για πέτρα, μάρμαρο ή σκληρό υλικό) που τον έχουν λαξέψει
      Το πρόσωπό της έχει έναν τυραννισμένο μορφασμό κι έμοιαζε με γλυμμένο. (Γιώργος Χειμωνάς, Πεζογραφήματα, σελ. 386)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.