γλυκοαίματος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλυκοαίματος η γλυκοαίματη το γλυκοαίματο
      γενική του γλυκοαίματου της γλυκοαίματης του γλυκοαίματου
    αιτιατική τον γλυκοαίματο τη γλυκοαίματη το γλυκοαίματο
     κλητική γλυκοαίματε γλυκοαίματη γλυκοαίματο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλυκοαίματοι οι γλυκοαίματες τα γλυκοαίματα
      γενική των γλυκοαίματων των γλυκοαίματων των γλυκοαίματων
    αιτιατική τους γλυκοαίματους τις γλυκοαίματες τα γλυκοαίματα
     κλητική γλυκοαίματοι γλυκοαίματες γλυκοαίματα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γλυκοαίματος < γλυκο- + -αίματος

Επίθετο

γλυκοαίματος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.