γλαρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλαρός η γλαρή το γλαρό
      γενική του γλαρού της γλαρής του γλαρού
    αιτιατική τον γλαρό τη γλαρή το γλαρό
     κλητική γλαρέ γλαρή γλαρό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλαροί οι γλαρές τα γλαρά
      γενική των γλαρών των γλαρών των γλαρών
    αιτιατική τους γλαρούς τις γλαρές τα γλαρά
     κλητική γλαροί γλαρές γλαρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γλαρός < αρχαία ελληνική ἱλαρός

Επίθετο

γλαρός

  1. ήρεμος, γαλήνιος
  2. (για μάτια) ονειροπόλος
  3. (μεταφορικά) έξυπνος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.