γλάστρα

Νέα ελληνικά (el)

γλάστρα με λουλούδια (γεράνιο)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλάστρα οι γλάστρες
      γενική της γλάστρας των γλαστρών
    αιτιατική τη γλάστρα τις γλάστρες
     κλητική γλάστρα γλάστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλάστρα < αρχαία ελληνική γάστρα

Ουσιαστικό

γλάστρα θηλυκό

  1. δοχείο, συνήθως από πηλό ή πλαστικό, το οποίο γεμίζουμε με χώμα και φυτεύουμε ένα φυτό, κυρίως λουλούδια ή μυρωδικά
  2. (μεταφορικά) υποτιμητική έκφραση για γυναίκες που στέκονται επιδεικνύοντας την ομορφιά τους, χωρίς να κάνουν τίποτε περισσότερο από αυτό

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.