γλαστροθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλαστροθήκη οι γλαστροθήκες
      γενική της γλαστροθήκης των γλαστροθηκών
    αιτιατική τη γλαστροθήκη τις γλαστροθήκες
     κλητική γλαστροθήκη γλαστροθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλαστροθήκη < γλάστρ(α) + -ο- + -θήκη

Ουσιαστικό

γλαστροθήκη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.