απλανής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απλανής | η | απλανής | το | απλανές |
| γενική | του | απλανούς* | της | απλανούς | του | απλανούς |
| αιτιατική | τον | απλανή | την | απλανή | το | απλανές |
| κλητική | απλανή(ς) | απλανής | απλανές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απλανείς | οι | απλανείς | τα | απλανή |
| γενική | των | απλανών | των | απλανών | των | απλανών |
| αιτιατική | τους | απλανείς | τις | απλανείς | τα | απλανή |
| κλητική | απλανείς | απλανείς | απλανή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απλανής < αρχαία ελληνική ἀπλανής < ἀ- στερητικό + πλάνη (περιπλάνηση)
Επίθετο
απλανής, -ής, -ές
- που παραμένει σταθερός σε ένα σημείο
- απλανής αστέρας: αστέρι που έχει πάντα την ίδια θέση στην ουράνια σφαίρα και κινείται μαζί της κατά την φαινομενική περιφορά της γύρω από τη γη, σε αντίθεση με τους πλανήτες
- που παραμένει προσηλωμένος σε ένα σημείο χωρίς έκφραση και ζωντάνια
- απλανές βλέμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.