γλαρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γλαρώνω < γλαρ(ός) + -ώνω < αρχαία ελληνική ἱλαρός

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣlaˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλαρώνω

Ρήμα

γλαρώνω, αόρ.: γλάρωσα, μτχ.π.π.: γλαρωμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. κλείνουν τα μάτια μου από κούραση ή νύστα, πέφτω σε κατάσταση υπνηλίας
  2. νυστάζω, με παίρνει ο ύπνος, αποκοιμιέμαι
  3. ηρεμώ, γαληνεύω

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.