εμπρηστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμπρηστικός η εμπρηστική το εμπρηστικό
      γενική του εμπρηστικού της εμπρηστικής του εμπρηστικού
    αιτιατική τον εμπρηστικό την εμπρηστική το εμπρηστικό
     κλητική εμπρηστικέ εμπρηστική εμπρηστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμπρηστικοί οι εμπρηστικές τα εμπρηστικά
      γενική των εμπρηστικών των εμπρηστικών των εμπρηστικών
    αιτιατική τους εμπρηστικούς τις εμπρηστικές τα εμπρηστικά
     κλητική εμπρηστικοί εμπρηστικές εμπρηστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμπρηστικός < εμπρηστής + -ικός

Επίθετο

εμπρηστικός, -ἠ, -ό

  1. που αποσκοπεί στο να προκαλέσει πυρκαγιά
    εμπρηστικός μηχανισμός
  2. που επιδεινώνει και οξύνει μια εκρηκτική κατάσταση
    εμπρηστικές δηλώσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.